- ελασίβροντος
- ἐλασίβροντος, -ον (Α)1. αυτός που εξακοντίζει βροντές2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλασίβροντα — ἐλασίβροντος thunder hurling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασίβροντε — ἐλασίβροντος thunder hurling masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασίβροντ' — ἐλασίβροντα , ἐλασίβροντος thunder hurling neut nom/voc/acc pl ἐλασίβροντε , ἐλασίβροντος thunder hurling masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)